tenter$516984$ - translation to ελληνικό
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

tenter$516984$ - translation to ελληνικό

PLACE WHERE TENTERS ARE USED FOR DRYING CLOTH
Tenter Ground; Tenter yard; Tenter field; Tenter-field
  • Marking for a "Tenter Ground", in the [[Ordnance Survey]] Characteristic Sheet (key) for the Engraved Six-Inch Maps of Great Britain, from 1897.

tenter      
n. τελάρο

Ορισμός

tenterhook
¦ noun historical a hook used to fasten cloth on a tenter.
Phrases
on tenterhooks in a state of agitated suspense.

Βικιπαίδεια

Tenterground

A tenterground, tenter ground or teneter-field was an area used for drying newly manufactured cloth after fulling. The wet cloth was hooked onto frames called "tenters" and stretched taut using "tenter hooks", so that the cloth would dry flat and square.

It is from this process that some have the expression "on tenterhooks", meaning in a state of nervous tension.

There were tentergrounds wherever cloth was made, and as a result the word "tenter" is found in place names throughout the United Kingdom and its empire, for example several streets in Spitalfields, London and Tenterfield House in Haddington, East Lothian, Scotland, which in turn gave its name to Tenterfield in New South Wales, Australia.